-
1 λόγχη
λόγχη, ἡ, die Lanzenspitze, das spitzige Eisen vorn am Wurfspieße, der Schaft hieß ξυστόν; κελαινὰ λόγχα προμάχου δορός, Soph. Trach. 853; Her. 1, 52. 7, 69; εἶχον αἰχμὰς μικράς, λόγχαι δ' ἐπῆσαν μεγάλαι, wo mit αἰχμή die ganze Lanze bezeichnet ist, 78; χαλκέας λόγχας ἀκμᾷ Pind. N. 10, 60; übh. Lanze, Speer, ἀλεξίμβροτος, 8, 30; Tragg., δορικράνου λόγχης ἰσχύς Aesch. Pers. 145, Δωρίδος λόγχας ὕπο 803; ἀμφιχανὼν λόγχαις ἑπτάπυλον στόμα Soph. Ant. 119, öfter, wie Eur., auch eine Schaar Lanzenträger; ἠκονῶντο λόγχας καὶ μαχαίρας Xen. Hell. 7, 5, 20; Sp. Sprichwörtlich οὐκ ἐκ ϑύμβρας λόγχη γίνεται, Ath. V, 187 b.
-
2 ἀκονάω
ἀκονάω (-νη), schärfen, wetzen, λόγχας Xen. Cyr. 6, 2, 33; med., λόγχας καὶ μαχαίρας Hell. 7, 5, 20; κεραυνόν Luc. Tim. 19; πρίων ἀκονώμενος Arist. Probl. 7, 5; ὀδόντας Aesop. 54. – Uebertr. anreizen, anfeuern, ψυχὴν ἐπί τι Xen. O. 21, 3; τί τοῠτον ἀκονᾷς; Dem. 25, 46; πόλιν ἐφ' ἑαυτόν Ep. 2; Plut. u. Sp. bes. γλῶσσαν.
См. также в других словарях:
λαμπρύνω — (AM λαμπρύνω) [λαμπρός] 1. κάνω κάτι λαμπρό, φωτεινό, εξωραΐζω, ομορφαίνω 2. προσδίδω σε κάτι αξία δόξα, αίγλη, μεγαλείο μσν. 1. φωτίζω, καθοδηγώ 2. γίνομαι λαμπρός, φωτεινός αρχ. 1. μέσ. λαμπρύνομαι κάνω κάτι να γυαλίζει («ἠκονῶντο καὶ λόγχας… … Dictionary of Greek